λιθίδιον

λιθίδιον
λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος]
μσν.
λίθος στην ουροδόχο κύστη
αρχ.
1. λιθάρι, πετραδάκι
2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.)
3. άμμος στα ούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθίδιον — pebble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίοις — λιθίδιον pebble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίου — λιθίδιον pebble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίων — λιθίδιον pebble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίῳ — λιθίδιον pebble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίδια — λιθίδιον pebble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”