- λιθίδιον
- λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος]μσν.λίθος στην ουροδόχο κύστηαρχ.1. λιθάρι, πετραδάκι2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.)3. άμμος στα ούρα.
Dictionary of Greek. 2013.